- οἰκήτορα
- οἰκήτωρinhabitantmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκήτορ' — οἰκήτορα , οἰκήτωρ inhabitant masc acc sg οἰκήτορι , οἰκήτωρ inhabitant masc dat sg οἰκήτορε , οἰκήτωρ inhabitant masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλίκιος — κιλίκιος, ία, ον (ΑΜ, Α και ος, ον) [Κίλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κιλίκιον χοντρό ύφασμα από τρίχες γίδας τής Κιλικίας, το οποίο χρησίμευε κυρίως για την κατασκευή ιστίων αλλά και ως προστατευτικό κάλυμμα στα πλοία μσν. το ουδ. ως ουσ. α) τρίχινο… … Dictionary of Greek